- φιλοκαθάριος
- φῐλο-κᾰθάριος [pron. full] [ᾰρ], ον,A loving cleanliness, Vett.Val.3.24, Procl.Par.Ptol.90:—also [suff] φῐλο-κάθᾰρος, ον, Ptol.Tetr.63: τὸ φ. ib.62.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκαθάριος — ον, Α [φιλοκάθαρος] φιλοκάθαρος* … Dictionary of Greek
φιλοκαθαρίους — φιλοκαθάριος loving cleanliness masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκαθάριοι — φιλοκαθάριος loving cleanliness masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοκάθαρος — ον, Α αυτός που αγαπά την καθαριότητα, φιλοκαθάριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + καθαρός] … Dictionary of Greek